- αβάστακτος
- και -γος και -χτος, -η, -ο (Α ἀβάστακτος, -ον και Μ ἀβάσταγος, -ον) [βαστάζω]·1. αυτός που δεν μπορεί να βασταχθεί, πολύ βαρύς, ασήκωτος2. αφόρητος, ανυπόφοροςνεοελλ.1. ασυγκράτητος, ακράτητος, ορμητικός, παράφορος, αχαλίνωτος2. ανυπόμονος.
Dictionary of Greek. 2013.