αβάστακτος

αβάστακτος
και -γος και -χτος, -η, -ο (Α ἀβάστακτος, -ον και Μ ἀβάσταγος, -ον) [βαστάζω]·1. αυτός που δεν μπορεί να βασταχθεί, πολύ βαρύς, ασήκωτος
2. αφόρητος, ανυπόφορος
νεοελλ.
1. ασυγκράτητος, ακράτητος, ορμητικός, παράφορος, αχαλίνωτος
2. ανυπόμονος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀβάστακτος — not to be borne masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβαστάκτως — ἀβάστακτος not to be borne adverbial ἀβάστακτος not to be borne masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβάστακτον — ἀβάστακτος not to be borne masc/fem acc sg ἀβάστακτος not to be borne neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβαστάκτου — ἀβάστακτος not to be borne masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβάστακτα — ἀβάστακτος not to be borne neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβάστακτοι — ἀβάστακτος not to be borne masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβάσταγος — η, ο (Μ ἀβάσταγος, ον) βλ. αβάστακτος …   Dictionary of Greek

  • ξεχειλίζω — και ξεχειλώ, άω [ξέχειλος] 1. (για υγρά) ξεπερνώ τα χείλη τού δοχείου, χύνομαι απ έξω, υπερχειλίζω 2. (για ποταμούς ή για λίμνες) ανεβαίνω πάνω από την κοίτη, ξεπερνώ την κανονική στάθμη τού νερού, πλημμυρίζω 3. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”